17 Ιουλίου 2022

Ο ΣΥΝΟΔΙΚΟΣ ΤΟΜΟΣ ΤΟΥ ΑΥΤΟΚΕΦΑΛΟΥ και Ο ΝΙΚΟΛΑΟΣ ΧΡΥΣΟΓΕΛΟΣ



Πρόσφατα δημοσιεύθηκε στα ΣΙΦΝΑΪΚΑ ΝΕΑ (φύλλο Ιουνίου 2022) ένα άρθρο μας με τον ίδιο τίτλο. 
Λόγω του περιορισμένου χώρου της εφημερίδας, σε εκείνο το άρθρο παραλείψαμε αρκετές λεπτομέρειες, τις παραπομπές στις ιστορικές πηγές και τη βιβλιογραφία.

Δημοσιεύουμε εδώ σήμερα το πλήρες άρθρο, όπου κάθε ενδιαφερόμενος μπορεί να βρει όλα τα παραπάνω. Επίσης εδώ διορθώνονται και κάποια λάθη ορολογίας, που ...ξέφυγαν στην έντυπη έκδοση (η ευθύνη αποκλειστικά δική μας, μιας και δεν προσέξαμε αρκετά το κείμενο που στείλαμε. Ζητάμε συγνώμη από την εφημερίδα και τους αναγνώστες της).

Πιστεύουμε ότι η έκδοση του Συνοδικού Τόμου το 1850, υπήρξε πάρα πολύ σημαντική για τον Σίφνιο πολιτικό, μιας και, αμέσως μετά από αυτό (και σε συνδυασμό με άλλα πολιτικά γεγονότα εκείνων των ημερών, όπως η Αντιβασιλεία της Αμαλίας), παραιτείται και αποσύρεται από την πολιτική, επιστρέφοντας στο αγαπημένο του νησί.
Στις 29 Ιουνίου συμπληρώνονται 172 χρόνια από τότε που το Οικουμενικό Πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως ανακήρυξε το «Αυτοκέφαλο της Εκκλησίας της Ελλάδος» και εξέδωσε τον ανάλογο ΣΥΝΟΔΙΚΟ ΤΟΜΟ.


Με την έναρξη της Ελληνικής επανάστασης διακόπηκαν οι σχέσεις της Ελλαδικής Εκκλησίας με το Οικουμενικό Πατριαρχείο. Παρά την έκρυθμη κατάσταση στα χρόνια του αγώνα, υπήρξαν, από την Α΄ κιόλας Εθνοσυνέλευση της Επιδαύρου, σκέψεις και σχέδια, κυρίως ιεραρχών,  για την οργάνωση της Εκκλησίας, υπό δική της Ιερά Σύνοδο. Κοινό χαρακτηριστικό όλων αυτών των σχεδίων, που για διάφορους λόγους δεν υλοποιήθηκαν, ήταν η αδιάσπαστη ενότητα με το Οικ. Πατριαρχείο. Παράλληλα όμως δεν υπήρξε και καμία επίσημη επαφή της Ελληνικής διοίκησης ή της Ελλαδικής Εκκλησίας με τη Μητέρα Εκκλησία της Κωνσταντινούπολης.

Την επαφή αποκατέστησε πάλι ο Ιωάννης Καποδίστριας[ii], περί το 1828, όπως φαίνεται από τις επιστολές που αντάλλασσε τόσο με τον πατριάρχη Αγαθάγγελο (1826-1830) όσο, και κυρίως, με τον διάδοχό του Κωνστάντιο Α΄. 

Στην εγκύκλιο που απευθύνει στον ελληνικό κλήρο, (Σεπτέμβριος 1829), για την ίδρυση της «Γραμματείας των Εκκλησιαστικών και της Δημοσίας Παιδείας», την οποία ανέθεσε στον Νικόλαο Χρυσόγελο («λόγιον Σίφνιον την πατρίδα»), αναγγέλλει την «εν καιρώ» έκδοση «ειδικού σχεδίου» με το οποίο «έμελλε να διοργανώση τα της Εκκλησίας της Ελλάδος υπό τας νέας αυτής περιστάσεις  εν τω ελευθέρω κράτει[iii]».

Ο ίδιος ο Χρυσόγελος, μετά τη δολοφονία του Κυβερνήτη, μας πληροφορεί ότι ο Καποδίστριας, που επιθυμούσε «την διοργάνωσιν της Εκκλησίας υπό την προστασίαν του Πατριάρχου»,  «ανέμενε τον καιρόν ο αοίδιμος, τον οποίον μόνος εγνώριζεν, δια να φέρη εις πέρας το μέγα τούτον έργον, την διακόσμησιν της εκκλησιαστικής αρχής με την πολιτικήν του έθνους αποκατάστασιν[iv]».

Δυστυχώς η δολοφονία του απέτρεψε και ανέβαλε τις όποιες εξελίξεις και έτσι οδηγήθηκε η χώρα στο 1833.

Εκείνη τη χρονιά, με πρωτεργάτες το μέλος της τριμελούς Αντιβασιλείας  Γεώργιο Λουδοβίκο φον Μάουρερ και τον ιερομόναχο Θεόκλητο Φαρμακίδη, εκδόθηκε η «Διακήρυξις της ανεξαρτησίας της Ελληνικής Εκκλησίας» από τον Όθωνα (23 Ιουλίου).

Σημαντικό ρόλο σε αυτό, και σε επίπεδο θεωρητικής κατοχύρωσης, φαίνεται ότι έπαιξαν οι ιδέες του Διαφωτισμού, και, κυρίως από τους Έλληνες διαφωτιστές, ο Αδαμάντιος Κοραής[v].

Η πραξικοπηματική και αντικανονική αυτή ενέργεια, χωρίς καμία συνεννόηση με το Οικ. Πατριαρχείο, ήταν εντελώς αντίθετη με την Ορθόδοξη παράδοση και, κατά μία γνώμη, «έχει αποτιμηθεί τελεσίδικα, με βάση τις μετέπειτα εξελίξεις, ως πραγματική «αρχή ωδίνων» για την Ελλαδική Εκκλησία και σύνολο το Ελληνικό Έθνος[vi]».

Στο επόμενο διάστημα, και για δεκαεπτά ολόκληρα χρόνια, η Ελλαδική Εκκλησία βίωσε αφενός μεν την απόλυτη εξάρτησή της από την Ελληνική Πολιτεία, αφετέρου δε τη σχισματική απομόνωσή της από τις άλλες Ορθόδοξες εκκλησίες και ιδίως το Οικ. Πατριαρχείο.

Εξαιτίας αυτής της απομόνωσης και περί τα μέσα της επόμενης δεκαετίας (1845 και μετά) είχαν συσσωρευθεί παρά πολλά προβλήματα στην Ελλαδική Εκκλησία, με κύριο αυτό των χειροτονιών. Πολλοί επίσκοποι εξέλιπαν και οι Ελλαδίτες Ιεράρχες αρνήθηκαν σθεναρά να χειροτονήσουν νέους, χωρίς τη συγκατάθεση του Πατριαρχείου Κων/πόλεως (όπως όριζαν οι ιεροί κανόνες), καθώς και να ακολουθήσουν τις διάφορες αντικανονικές λύσεις που πρότεινε η Ελληνική πολιτεία (διοίκηση των μητροπόλεων από τριμελείς επιτροπές κλπ).

 Έτσι, και οι δύο πλευρές (Ελληνική κυβέρνηση και Πατριαρχείο) έψαχναν αφορμή για κάποια επαφή που, ενδεχομένως, θα έδινε λύση στα πολλά αδιέξοδα.

Το Δεκέμβριο του 1849 συνέβησαν δύο σημαντικά γεγονότα: στις 12 Δεκ. ανέλαβε πάλι το Υπουργείο Εκκλησιαστικών ο Ν. Χρυσόγελος[vii], και στις 17 Δεκ. απεβίωσε στην Κων/πολη ο πρέσβης της Ελλάδας Ιάκωβος Ρίζος Νερουλός, σημαντικό στέλεχος της ομογένειας της Πόλης (απ’ όπου και καταγόταν) και πρώην υπουργός (ήταν ο διάδοχος του Χρυσόγελου στη Γραμματεία των Εκκλησιαστικών, το 1832). Τον αποβιώσαντα τίμησε ιδιαιτέρως ο Πατριάρχης Άνθιμος Δ΄, χοροστατώντας στην εξόδιο ακολουθία με 12 μητροπολίτες του Πατριαρχείου.

Αυτό το γεγονός είδαν κάποιοι στην ελληνική κυβέρνηση ως την καλύτερη ευκαιρία για να αποκατασταθεί η επαφή με το Πατριαρχείο. Με απόφαση του Όθωνα, απένειμαν στον Πατριάρχη το «μεγάλο παράσημο του Σωτήρος». Έστειλαν λοιπόν στην Κων/πολη τον αρχιμ. Μισαήλ Αποστολίδη, λόγιο και μορφωμένο κληρικό, καθηγητή της Θεολ. Σχολής, για να παραδώσει το παράσημο στον Πατριάρχη Άνθιμο Δ΄. Ταυτόχρονα όμως, έγινε και μια προσπάθεια να «παγιδέψουν», κατά κάποιο τρόπο, το Πατριαρχείο.

Σύμφωνα με σχέδιο που επιμελήθηκαν οι Γ. Μαυροκορδάτος, Κων. Προβελέγγιος και ο εν ενεργεία υπουργός Αν. Λόντος[viii], έδωσαν στον Αποστολίδη και μία επιστολή της Ιεράς Συνόδου της Εκκλησίας της Ελλάδος προς τον Πατριάρχη.

Αν, πέρα από το παράσημο, ο Πατριάρχης «παρελάμβανε» και την επιστολή της Συνόδου, κι αν μάλιστα απαντούσε σε αυτήν, αυτό θα σήμαινε αυτόματα αναγνώριση της Ανεξάρτητης Ελληνικής Εκκλησίας και την, εκ μέρους του, «επικύρωση» των όσων έγιναν το 1833.

Να σημειώσουμε εδώ ότι δεν ήταν η πρώτη φορά που επιχειρήθηκε παρόμοια προσπάθεια «υφαρπαγής» της Πατριαρχικής αναγνώρισης με έμμεσο τρόπο. Με αφορμή την υπόθεση του Θεόφιλου Καΐρη (1839) η Σύνοδος της Ελλαδικής Εκκλησίας είχε, και πάλι, στείλει επιστολή στο Οικουμενικό Πατριαρχείο, όπου ενημέρωνε για τις κακοδοξίες και τη καθαίρεση του. Παρόμοια επιστολή είχε σταλεί και στον Πατριάρχη Ιεροσολύμων. Όμως και οι δύο Πατριάρχες είχαν αρνηθεί να παραλάβουν τις επιστολές.[ix]

Παρόμοια και το 1849, όσοι μηχανεύτηκαν το σχέδιο αυτό, δεν υπολόγισαν (ή δεν ήξεραν) τη μακραίωνη παράδοση της Φαναριώτικης διπλωματίας. Ο Πατριάρχης αποδέχθηκε το παράσημο, ευχαριστώντας την ελληνική κυβέρνηση, αλλά αρνήθηκε να παραλάβει την επιστολή λέγοντας ότι δεν «γνωρίζει τον αποστολέα «Πρόεδρο», ούτε είχε ακούσει ποτέ για τη «Σύνοδο» που ο αποστολέας «προήδρευε[x]».

Από τα γεγονότα που ακολούθησαν, γίνεται φανερό ότι το Οικουμενικό Πατριαρχείο είχε έτοιμη τη λύση για τις σχέσεις του με την Εκκλησία της Ελλάδας! Θα τα αναφέρουμε πολύ σύντομα, αφενός μεν γιατί είναι γνωστά, αφετέρου γιατί θέλουμε να δούμε τη σχέση του Ν. Χρυσόγελου με όλα αυτά.

Παρά την αποτυχία της αποστολής του ο Μισαήλ Αποστολίδης δεν φεύγει από την Κων/πολη. Σε συνεργασία με τον Π. Δεληγιάννη (επιτετραμμένο της Ελλάδας) ξεκινούν συζητήσεις με «κύκλους» του Πατριαρχείου. Κατά συμβουλή αυτών των κύκλων, η Ελληνική Κυβέρνηση και η Σύνοδος της Εκκλησίας της Ελλάδας στέλνουν επίσημα («εν μεμβράναις») έγγραφα προς το Πατριαρχείο ζητώντας αναγνώριση του Αυτοκεφάλου (30/5/1850). Ο Πατριάρχης συγκαλεί Ιερά Σύνοδο του Οικ. Πατριαρχείου και, την 29 Ιουνίου 1850, η Σύνοδος αυτή χορηγεί το Αυτοκέφαλο στην Εκκλησία της Ελλάδας και εκδίδεται ο σχετικός Συνοδικός Τόμος.

Σημαντικό στοιχείο που προκύπτει από τα παραπάνω επίσημα έγγραφα, είναι ότι άλλο ζήτησε η Ελληνική κυβέρνηση (αναγνώριση της Διακήρυξης του 1833 και αναγγελία της στις άλλες Εκκλησίες) και άλλο χορήγησε το Πατριαρχείο (Ανακήρυξη Αυτοκεφάλου σύμφωνα με τους Ιερούς Κανόνες και υπό συγκεκριμένους «Όρους» - επτά τον αριθμό[xi])!

Από τις πηγές που εξετάσαμε δεν προκύπτει ιδιαίτερη δραστηριότητα του Ν. Χρυσόγελου, όσον αφορά τις διαβουλεύσεις με το Πατριαρχείο, πέρα από το ότι, ως μέλος της Κυβέρνησης υπογράφει το επίσημο γράμμα προς το Πατριαρχείο.

Σημαντικές πληροφορίες για τη διαδικασία των διαβουλεύσεων και όσα διαδραματίσθηκαν στην Κων/πολη μας δίνουν, σε επιστολές τους, οι δύο πρωταγωνιστές των συνομιλιών (για την ελληνική κυβέρνηση) Μισαήλ Αποστολίδης και Πέτρος Δεληγιάννης.

Ο πρώτος στέλνει 5 επιστολές[xii] στον «αδελφικό του φίλο» αρχιμ. Θεόκλητο Φαρμακίδη, ο οποίος είναι, εκείνη την εποχή, Γραμματέας της Ιεράς Συνόδου της Εκκλησίας της Ελλάδος, και οι επιστολές του δεύτερου διασώζονται στο Φάκελο αλληλογραφίας του Υπουργείου εξωτερικών, μιας και ο Δεληγιάννης, ως επιτετραμμένος της Ελλάδας στην Κων/πολη, επικοινωνεί κυρίως με τον προϊστάμενό του Υπουργό Αν. Λόντο.

Η δεύτερη επιστολή του Μ. Αποστολίδη (11/3/1850) μας ενδιαφέρει ιδιαίτερα, γιατί σε αυτήν ο αποστολέας αναφέρεται στην ενημέρωση που κάνει προς τον Ν. Χρυσόγελο.

Αντικείμενο της επιστολής είναι η συνάντησή του με ένα σημαντικό πρόσωπο των «πατριαρχικών κύκλων», τον Μεγάλο Λογοθέτη Νικόλαο Αριστάρχη. Σύμφωνα με όσα γράφει ο Αποστολίδης:

  1. Οι πατριαρχικοί γνώριζαν ήδη τον πραγματικό λόγο της αποστολής του!
  2. Ο Αριστάρχης τον συμβουλεύει να μην δώσει στον Πατριάρχη την επιστολή του Προέδρου της Συνόδου της Ελλάδας.
  3. Ο Αριστάρχης του προτείνει συγκεκριμένο τρόπο για να λυθεί το πρόβλημα (αυτόν που εφαρμόστηκε αργότερα, με τις επίσημες επιστολές από την Ελλάδα. Απόδειξη ότι οι πατριαρχικοί είχαν έτοιμη τη λύση!).
  4. Ο Αριστάρχης τον ενημερώνει ότι έχει ήδη κουβεντιάσει με τον Πατριάρχη και άλλους αξιωματούχους του Πατριαρχείου, για αυτό το θέμα.

Ενώ όλα αυτά ο Αποστολίδης τα περιγράφει λεπτομερώς στον Φαρμακίδη, ο ίδιος ομολογεί ότι δεν ενημερώνει για όλα τον Χρυσόγελο!

Από όλα τα παραπάνω, λέει ότι στον Χρυσόγελο έγραψε μόνο για το ότι οι πατριαρχικοί κύκλοι τον συμβούλευσαν να μη δώσει στον Πατριάρχη την επιστολή του Προέδρου της συνόδου. Πάντα κατά τον Αποστολίδη, ο Χρυσόγελος του ζητεί να ενημερώσει τον ίδιο τον Πρόεδρο της Συνόδου.

Για όλα τα υπόλοιπα δεν ενημερώνει τον Χρυσόγελο με την εξής  δικαιολογία: (επειδή επρόκειτο για παρασκηνιακές, μη επίσημες, συνομιλίες του με τον Μ.Λογοθέτη Αριστάρχη) « Δεν έγραψα τούτο εις τον κύριον Ν. Χρυσόγελον, διότι δεν ηθέλησα να φανώ, ότι παρακινώ την κυβέρνησιν να έμβη εις διαπραγματεύσεις τοιαύτας[xiii]».

Την ίδια ώρα όμως, ο έτερος των διαπραγματευτών, και συνεργάτης του Αποστολίδη, Π. Δεληγιάννης, ενημερώνει[xiv] για όλα αυτά τα «παρασκηνιακά», με πολλές λεπτομέρειες (προερχόμενες από τον Αποστολίδη!), τον υπουργό  Εξωτερικών Αν. Λόντο στην Αθήνα!

Εδώ (όπως και στην 4η επιστολή) διαφαίνεται μια επιλεκτική ενημέρωση του Υπουργού των Εκκλησιαστικών, και δεν ξέρουμε αν αυτό ήταν πρωτοβουλία των δύο Ελλήνων διαπραγματευτών ή αποτέλεσμα οδηγιών που είχαν από την Αθήνα.

Στην 3η επιστολή ο Αποστολίδης αναφέρει ότι ενημέρωσε τον Ν.Χρυσόγελο «κατά πλάτος» για όσα συζήτησε με τον Πατριάρχη σχετικά με τις διαδικασίες επικοινωνίας Ελλάδας – Πατριαρχείου.

Όταν ο Αποστολίδης παραδίδει τα τελικά επίσημα έγγραφα στο Πατριαρχείο, δεν ενημερώνει τον Ν. Χρυσόγελο, ως αρμόδιο υπουργό («δεν επρόφθασα, διότι κλείει ήδη το ταχυδρομείον»!!), αλλά ζητάει (στην 4η επιστολή του) από τον Θ. Φαρμακίδη να το κάνει εκείνος!

Στον Φάκελο με την αλληλογραφία του υπουργείου Εξωτερικών[xv] για εκείνη την περίοδο, υπάρχει μόνο μια αναφορά στον Ν. Χρυσόγελο, όταν ο Υπουργός Αν. Λόντος, ενημερώνει τον Π.Δεληγιάννη (στην Κων/πολη) ότι συνεργάστηκε «με τον συνάδελφόν του, τον κ. επί των Εκκλησιαστικών Υπουργόν» ώστε τα επίσημα έγγραφα να αποκτήσουν τη μορφή και τη σύνταξη που επιθυμούσε το Πατριαρχείο.

Αυτή τη συνεργασία μνημονεύει και, στον «Αντιτόμο» του, ο Θεόκλητος Φαρμακίδης, κατηγορώντας Λόντο και Χρυσόγελο ότι έφτιαξαν τα έγγραφα «εν νυκτί» με «τόση βία εις τόσον σπουδαίον πράγμα, πολλής προσοχής και σκέψεως δεόμενον![xvi]»

Πέρα από τα παραπάνω δεν εντοπίσαμε άλλη αναφορά των πηγών στον επί των Εκκλησιαστικών υπουργό για εκείνο το διάστημα. Αν και υπάρχει ακόμα μεγάλος όγκος βιβλιογραφικού και αρχειακού υλικού για διερεύνηση (η σχετική έρευνα μόλις άρχισε και προς το παρόν περιλαμβάνει μόνο γενικά ιστορικά αρχεία. Έπεται η έρευνα σε αμιγώς εκκλησιαστικά αρχεία!) η εικόνα που σχηματίζεται είναι ότι ο Ν. Χρυσόγελος κράτησε μια διακριτική απόσταση από το όλο εγχείρημα.

Επίσης δεν μπορεί να υπάρξει σαφής απάντηση στο ερώτημα αν ο Χρυσόγελος γνώριζε από την αρχή το «πολιτικόν στρατήγημα» της Ελληνικής Κυβέρνησης για την υφαρπαγή της πατριαρχικής αναγνώρισης  με την επιστολή του Προέδρου της Συνόδου.

Ίσως ναι, αν συνυπολογίσουμε αφενός μεν την εμπλοκή ενός άλλου Σιφνιού, του Κων. Προβελέγγιου, αφετέρου δε τη διακριτική απόσταση που κράτησε ο Χρυσόγελος. Με βάση όσα ξέρουμε για το ήθος και την, μέχρι τότε, πολιτική συμπεριφορά του, είναι λογικό να εικάσουμε ότι κρατήθηκε μακριά από τις εξελίξεις για να μη συμμετάσχει στην προσπάθεια παγίδευσης του Πατριαρχείου.

Ακόμα όμως, κι αν δεν γνώριζε το «σχέδιο» του Αν. Λόντου και των άλλων, όταν αυτό συζητήθηκε και καταρτίσθηκε στην Αθήνα κατά το διάστημα Δεκεμβρίου 1849 – Ιανουαρίου 1850, έγινε σίγουρα γνώστης της κατάστασης τον Φεβρουάριο, όταν δημοσιεύτηκε σε Αθηναϊκές εφημερίδες η είδηση της αποστολής (και του σκοπού της!) του Μ. Αποστολίδη[xvii].

Επίσης, στις 22 Φεβρουαρίου ο αρχιμ. Μισαήλ Αποστολίδης, που είχε φτάσει στην Κων/πολη λίγες μέρες νωρίτερα, στέλνει επιστολή στον Υπουργό Εκκλησιαστικών, όπου περιγράφει λεπτομερώς το «σόφισμα» (!) και του ζητάει να επέμβει, έστω και πλαγίως, για να σταματήσουν σχετικά δημοσιεύματα σε Αθηναϊκή εφημερίδα, που δημιουργούσαν προβλήματα στην αποστολή του!!![xviii]

Η τελική έκδοση του Συνοδικού Τόμου, που ήταν μία νίκη για την Πατριαρχική πολιτική και «κανονική» απόδοση του Αυτοκεφάλου, σύμφωνα με τους ιερούς κανόνες και την ορθόδοξη παράδοση, δεν ευχαρίστησε την Ελληνική Πολιτεία. Από τις μετέπειτα εξελίξεις (και κυρίως τους νόμους Σ΄ και ΣΑ΄ που εκδόθηκαν αργότερα) έγινε φανερό ότι η Ελληνική πολιτεία «δεν συμβιβάστηκε ποτέ με την ιδέα της χορηγήσεως του αυτοκεφάλου από τον οικουμενικό Πατριάρχη, επιμένοντας… στην εκδοχή της «κανονικής αναγνωρίσεως» του καθεστώτος του 1833[xix]».

Έχοντας έγκαιρα καταλάβει αυτή τη διάσταση του θέματος, οι δύο κύριοι εκπρόσωποι της Ελλάδας στην Κων/πολη, Π,Δεληγιάννης και αρχιμ Μ. Αποστολίδης, φροντίζουν από νωρίς να μεταφέρουν τις ευθύνες για την τελική έκβαση των γεγονότων σε άλλους. Δημιουργώντας τέτοιο αρνητικό κλίμα ο Π.Δεληγιάννης, στις με αριθμούς 13 και  32 επιστολές του[xx], «κατηγορεί» τους Λόντο και Χρυσόγελο ότι δεν  έχουν στείλει εγκαίρως και σε σωστή μορφή σημαντικά έγγραφα για τη συνέχιση των συνομιλιών.

Η τακτική τους αυτή φαίνεται ότι «έπιασε τόπο», διότι, όταν, μετά την έκδοση του Συνοδικού Τόμου, επιστρέφουν στην Ελλάδα, ο μεν Μισαήλ Αποστολίδης γίνεται Γραμματέας της Ιεράς Συνόδου, ο δε Π. Δεληγιάννης αναλαμβάνει τη θέση του Αν. Λόντου και –  προσωρινά –  του  Ν. Χρυσόγελου!

Όπως και να ‘χει, όταν η ανακήρυξη του Αυτοκεφάλου και ο Συνοδικός Τόμος έφθασαν με επίσημα έγγραφα του Πατριαρχείου στην Ελλάδα, στις 3 Ιουλίου 1850, φαίνεται ότι το κλίμα είναι ήδη βαρύ για τους δύο Υπουργούς (ιδιαίτερα για τον Αν. Λόντο, που ήταν εκ των εμπνευστών του αρχικού σχεδίου)[xxi].

Στις 23 Ιουλίου 1850 δημοσιεύονται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως (ΦΕΚ Α23/1850) δύο διατάγματα του Όθωνα, με τα οποία κάνει αποδεκτές τις παραιτήσεις των δύο υπουργών. Η έκφραση της Βασιλικής «ευαρέσκειας» προφανώς αποτελεί «τύπον» και δεν απεικονίζει την πολιτική πραγματικότητα.

Σύμφωνα πάλι με δημοσιεύματα των Αθηναϊκών εφημερίδων εκείνων των ημερών, οι παραιτήσεις των δύο Υπουργών, δεν είχαν να κάνουν με τα εκκλησιαστικά. Αφορούσαν τη διαφωνία τους με τη δυνατότητα της βασίλισσας Αμαλίας να οριστεί ως Αντιβασιλέας. (βλ. σχετικό άρθρο μας στο παρόν ιστολόγιο).

Έτσι φαίνεται ότι γράφτηκε το τέλος[xxii] της πολιτικής καριέρας του Νικολάου Χρυσόγελου. Ενδεχομένως δεν ήταν ιδιαίτερα ευχάριστο για αυτόν, αλλά είμαστε σίγουροι ότι αποχώρησε με ήσυχη τη συνείδηση ότι κράτησε ακέραιες, μέχρι το τέλος,  την αγάπη του και την αφοσίωσή του στην Πατρίδα και την Ορθοδοξία!

Θα κλείσουμε την αναφορά μας στα γεγονότα (και παρασκήνια, πολιτικά και εκκλησιαστικά) εκείνων των ημερών με ένα στιγμιότυπο που περιγράφεται στην εφημερίδα «ΑΙΩΝ», στο φύλλο της 19η2 Ιουλίου (αρ. φ. 1082).

Όταν οι Αποστολίδης και Δεληγιάννης επέστρεψαν από την Κων/πολη, έχοντας μαζί τους τα επίσημα Πατριαρχικά έγγραφα για το Αυτοκέφαλο, στο λιμάνι του Πειραιά τους περίμεναν οι Υπουργοί Λόντος, Νοταράς και Χρυσόγελος, οι οποίοι και ζήτησαν να ανοιχθεί εκεί ο επίσημος φάκελος και να διαβαστούν τα έγγραφα, ιδιαίτερα δε αυτό του Συνοδικού Τόμου. Η εφημερίδα σημειώνει μόνο την αντίδραση του Ν. Χρυσόγελου όταν διαβάστηκε ο Τόμος: «Κατά την ανάγνωσιν  του Ιερού Τόμου ο κ. Χρυσόγελος, Υπουργός επί των Εκκλησιαστικών και της Παιδείας, συγκινηθείς εδάκρυσεν».

Μετά την παραίτησή του ο Ν.Χρυσόγελος παραμένει για λίγο στην Αθήνα και σε, αυτό το διάστημα, αρρώστησε σοβαρά, «καταληφθείς υπό οξείας νόσου[xxiii]». Ίσως τα γεγονότα των τελευταίων μηνών να επέδρασαν δυσμενώς και στην υγεία του.
Κατόπιν επιστρέφει στη Σίφνο, όπου και ιδιωτεύει μέχρι το θάνατό του, το 1857.

Α.Μ.Γ.

 


 

 

 

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

  1. «ΤΟΜΟΣ ΣΥΝΟΔΙΚΟΣ ΚΑΙ ΤΑ ΑΦΟΡΩΝΤΑ ΤΟ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣΤΙΚΟΝ ΖΗΤΗΜΑ ΕΓΓΡΑΦΑ», εφ, ΕΒΔΟΜΑΣ, ΑΘΗΝΑ 1850
  2. Κωνσταντίνου Οικονόμου του εξ Οικονόμων, «ΤΑ ΣΩΖΟΜΕΝΑ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣΤΙΚΑ ΣΥΓΓΡΑΜΜΑΤΑ», τ. Β΄, ΑΘΗΝΑ, 1864.
  3. Θεοκλήτου Φαρμακίδου, «Ο ΣΥΝΟΔΙΚΟΣ ΤΟΜΟΣ ή ΠΕΡΙ ΑΛΗΘΕΙΑΣ», ΑΘΗΝΑ 1852. Έργο γνωστό και ως «Αντιτόμος»
  4. Χρυσοστόμου Παπαδοπούλου, «ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ», τ. Α΄, ΑΘΗΝΑ, 1920.
  5. Του ιδίου, «Η ΕΚΚΛΗΣΙΑ ΑΘΗΝΩΝ», ΑΘΗΝΑ, 1928.
  6. Γεωργίου Μεταλληνού, «ΕΛΛΑΔΙΚΟΥ ΑΥΤΟΚΕΦΑΛΟΥ ΠΑΡΑΛΕΙΠΟΜΕΝΑ», ΑΘΗΝΑ, 20183.
  7. Εμμανουήλ Κωνσταντινίδου, «Η ΑΝΑΚΗΡΥΞΙΣ ΤΟΥ ΑΥΤΟΚΕΦΑΛΟΥ ΤΗΣ ΕΝ ΕΛΛΑΔΙ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ…», ΑΘΗΝΑ, 1983.
  8. Του ιδίου, «ΙΩΑΝΝΗΣ ΚΑΠΟΔΙΣΤΡΙΑΣ ΚΑΙ Η ΕΚΚΛΗΣΙΑΣΤΙΚΗ ΤΟΥ ΠΟΛΙΤΙΚΗ», ΑΘΗΝΑ, 1977
  9. Γερασίμου Κονιδάρη, «ΣΤΑΘΜΟΙ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣΤΙΚΗΣ ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ ΕΝ ΕΛΛΑΔΙ ΑΠΟ ΤΟΥ ΚΑΠΟΔΙΣΤΡΙΟΥ ΕΩΣ ΣΗΜΕΡΟΝ», ΑΘΗΝΑ, 1971.
  10. Ιακώβου Χ. Δραγάτση, «Ο ΝΙΚΟΛΑΟΣ ΧΡΥΣΟΓΕΛΟΣ, Ο ΣΙΦΝΙΟΣ ΜΕΓΑΣ ΔΙΔΑΣΚΑΛΟΣ ΤΟΥ ΓΕΝΟΥΣ», ΑΘΗΝΑ, 1932



[i] ΣΙΦΝΑΪΚΑ ΝΕΑ, ΜΑΡΤΙΟΣ 2021, σελ.8.

[ii] Γ. ΜΕΤΑΛΛΗΝΟΥ, «Ελλαδικού Αυτοκεφάλου παραλειπόμενα, Αθηνα 20183, σελ. 23

[iii] ΧΡΥΣ. ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, «Ιστορία της Εκκλησίας της Ελλάδος», τ. Α, σελ 39, 40.

[iv] ΧΡΥΣ. ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, ό.π., σελ. 49.

[v] Γ. ΜΕΤΑΛΛΗΝΟΥ, ό.π., σελ. 17-19 και ΧΡΥΣ. ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, ό.π., σελ.52

[vii] ΚΩΝ/ΝΟΥ ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ, ΑΠΑΝΤΑ ΣΩΖΟΜΕΝΑ, τ.Β, σελ. 524

[viii] Γ. ΜΕΤΑΛΛΗΝΟΥ, ό.π., σελ 160, και ΚΩΝ/ΝΟΥ ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ, ό.π., σελ. 524 (όπου το σχέδιο ονομάζεται «στρατήγημα πολιτικόν»)

[ix] Γ,ΜΕΤΑΛΛΗΝΟΥ, ό.΄π., σελ. 126 καθώς και ΚΩΝ/ΝΟΥ ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ, ό.π., σελ. 476-477

[x] ΚΩΝ/ΝΟΥ ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ, ό.π., σελ. 526

[xi] ΕΜ. ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗ, «Η ΑΝΑΚΗΡΥΞΙΣ ΤΟΥ ΑΥΤΟΚΕΦΑΛΟΥ…», ΑΘΗΝΑ 1983, σελ. 16-20.

Επίσης ΘΕΟΚΛ. ΦΑΡΜΑΚΙΔΟΥ, «ΑΝΤΙΤΟΜΟΣ», σελ. ε΄και στ΄ των Προλεγομένων.

[xii] Οι πέντε επιστολές του αρχιμ Μ. Αποστολίδη προς τον αρχιμ. Θεόκλητο Φαρμακίδη, δημοσιεύονται από τον π.Γ.Μεταλληνο, ό.π., σελ 202-222

[xiii] Γ,ΜΕΤΑΛΛΗΝΟΥ, ό.΄π., σελ. 208

[xiv] Γ,ΜΕΤΑΛΛΗΝΟΥ, ό.΄π., σελ. 324

[xvi] ΘΕΟΚΛ. ΦΑΡΜΑΚΙΔΟΥ, «ΑΝΤΙΤΟΜΟΣ», σελ. 17

[xvii] «ΑΙΩΝ», φ. 1039, 11 Φεβ. 1850.

[xviii] ΚΩΝ/ΝΟΥ ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ, ό.π., σελ.525. Δεν έχει βρεθεί ακόμα η επιστολή. Η έρευνα στα εκκλησιαστικά αρχεία και στο Υπουργείο εκκλησιαστικών έπεται.

[xix] Γ,ΜΕΤΑΛΛΗΝΟΥ, ό.΄π., σελ. 282

[xx] Γ,ΜΕΤΑΛΛΗΝΟΥ, ό.΄π., σελ. 347 και 380

[xxi] Γ.ΜΕΤΑΛΛΗΝΟΣ: «…του Συνοδικού Τόμου, η γνωστοποίηση του οποίου στην Ελλάδα προκάλεσε την πτώση δύο υπουργών, Λόντου και Χρυσόγελου, οι οποίοι βρέθηκαν προ αποτελέσματος αντίθετου προς τα αρχικά σχέδιά τους!». Ό.π., σελ. 197.

[xxii] Από άλλους ερευνητές έχει εκφραστεί η άποψη ότι ο Ν. Χρυσόγελος παραιτήθηκε οικειοθελώς το 1850, «λόγω γήρατος». Δεν μπορούμε να αποκλείσουμε την πιθανότητα, αρκεί να υπάρχει ιστορική πηγή που να το θεμελιώνει.

[xxiii] «Επικήδειος Χ.Ι.Δραγάτση εις Ν.Χρυσόγελον» από το «Ο ΝΙΚΟΛΑΟΣ ΧΡΥΣΟΓΕΛΟΣ, Ο ΣΙΦΝΙΟΣ ΜΕΓΑΣ ΔΙΔΑΣΚΑΛΟΣ ΤΟΥ ΓΕΝΟΥΣ», του Ιακώβου Χ. Δραγάτση, Αθήνα, 1932.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Καλόπιστα - και ευπρεπή - σχόλια είναι καλοδεχούμενα.